-
1 ἐπίκοινος
ἐπίκοιν-ος, ον,A common to many, promiscuous, ἐπίκοινον τῶν γυναικῶντὴν μεῖξιν ποιεῖσθαι Hdt.4.104
, cf. 172, 180; sharing equally in, (lyr.): c. dat., in common with,ἀρχὴν ἐ. αὐτῷ ἔχειν D.C.42.44
; ἐ. ἀμφοῖν belonging equally, Plu.2.368e, cf. 1018f, BGU 906.21 (i A.D.): neut. pl. Adv., in common, [γυναιξὶν] ἐπίκοινα χρέωνται Hdt.1.216
;χρηστήριον, τὸ ἐ. ἔχρησε ἡ Πυθίη Id.6.77
(but ἐχρήσθη ἐπίκοινον χρ. ib.19). Regul. Adv. .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίκοινος
-
2 μίξις
A mixing, mingling,μ. τε διάλλαξίς τε μιγέντων Emp. 8.3
, cf. Pl.Phlb. 47d, al., Arist.GA 327a30, etc.;τινὶ πρός τι Pl.Sph. 260b
;πάσας μ. μείγνυσθαι Id.R. 620d
.II intercourse with others, esp. sexual intercourse or commerce, Hdt.1.203, al.; [γυναικῶν] ἐπίκοινον τὴν μ. ποιεῖσθαι Id.4.172
;ὄνων πρὸς ἵππους Anacr.35
;ἄρρενος πρὸς ἄρρεν, θήλεος πρὸς θῆλυ μ. Plu.2.990d
; ἡ τῶν παίδων μ. union for the sake of.., Pl.Lg. 773d. (In codd. sts. μῖξις, for which [full] μεῖξις shd. prob. be restd. in Prose:—with μεῖξις: μίξις, cf. φεῦξις: φύξις.)
См. также в других словарях:
επίκοινος — η, ο (Α ἐπίκοινος, ον) [κοινός] 1. αυτός που ανήκει συγχρόνως σε δύο ή περισσότερους, συντροφικός («ἐπίκοινον δὲ τῶν γυναικῶν τὴν μεῑξιν ποιεῡνται», Ηρόδ.) 2. γραμμ. φρ. «ἐπίκοινα ὀνόματα» ουσιαστικά ονόματα ζώων, που με το ίδιο γραμματικό γένος… … Dictionary of Greek